Δημήτρης Καλαντζής: «Η Σούνκα είναι η σύνδεσή μου με τα τοπία της ψυχής μου»
Μαρία Ευαγγέλου
06/06/2024
«Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα περνούσα πάντα στο χωρίο μου, στο Μπολάτι Κορινθίας.
Με τους φίλους μου παίζαμε και τρέχαμε όλη μέρα. Ελευθερία. Βουτιές στο λιμάνι του Βραχατίου, εξερεύνηση και πόλεμο στα χωράφια γύρω από το χωριό, μπάλα στις αλάνες και στην πλατεία, εξορμήσεις στο βουνό και στα διάσπαρτα δασάκια που υπήρχαν ακόμα. Μεγάλωσα σ’ έναν κόσμο όπου τη φύση τη θεωρούσαμε σπίτι μας και όχι ένα μέρος που επισκεπτόμαστε τις αργίες.
Το περιβόλι του σπιτιού που ζούσαμε, ο θείος μου το είχε μετατρέψει σε φάρμα. Κότες, πάπιες, χήνες, κουνέλια, νανάκια, φραγκόκοτες (κοκράνες τις λέμε στο χωριό), προβατάκια. Μέχρι και ένα ζευγάρι παγώνια είχε φέρει! Και – φυσικά – κυρίαρχη θέση κατείχε πάντα ο σκύλος, όπως παντού στην Ελληνική επαρχία.
Έχω πολλές ιστορίες και υπέροχες εμπειρίες με σκυλάκια όλα αυτά τα χρόνια, αλλά εννοείται όλες με λυπητερό τέλος, καθώς ο χρόνος είναι αμείλικτος κι εγώ δενόμουν πολύ με τους τετράποδους φίλους μου. Έτσι κάπου γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε μου, αποφάσισα ότι δεν θέλω να ξαναδεθώ με άλλο σκυλάκι για να μην στενοχωρηθώ όταν θα το χάσω. Η ζωή τα ‘φερε έτσι όμως και πριν από έντεκα χρόνια μου τηλεφώνησε η μητέρα μου από το χωριό, για να μου πει ότι μας έφερε στο σπίτι φίλος μας, ένα μικρό θηλυκό κουταβάκι. Οι αρχικές μου αντιρρήσεις και διαφωνίες για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε το σκυλάκι στο σπίτι, καταρρίφθηκαν με το που πήγα εκεί και είδα μπροστά μου μία μικρή χιονόμπαλα με δύο έξυπνα ματάκια να με κοιτάζει. Κι έτσι, το σπίτι στο χωριό, απέκτησε ξανά φύλακα.
Η επαφή μου με τη φύση με έχει να κάνει να τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στους λαούς που έχουν αναπτύξει την κουλτούρα τους σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Γι’ αυτό τον λόγο, από μικρό παιδί με γοήτευαν πάρα πολύ οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Βορείου Αμερικής, όπως τους γνώρισα μέσα από τις ταινίες (θεωρώ την πιο αντιπροσωπευτική, το “Χορεύοντας με του Λύκους”, του Κέβιν Κόστνερ) και ακόμα περισσότερο από τα βιβλία (το αγαπημένο των παιδικών μου χρόνων ήταν “Ο Τελευταίος των Μοϊκανών”, του Τζέϊμς – Φένιμορ Κούπερ).
Πάντα ήθελα να δημιουργήσω στη ζωή μου ένα είδος σύνδεσης με το πνεύμα που διέπει τον πολιτισμό τους. Κι έτσι αποφάσισα να δώσω στον νέο κάτοικο του σπιτιού μας, όνομα που παραπέμπει στον πολιτισμό των Ιθαγενών αυτού του τόπου. Μετά από πολύ ψάξιμο, κατέληξα ότι το κουταβάκι θα πάρει το όνομα Σούνκα. Στη γλώσσα της φυλής των Oglala-Lakota, Σούνκα σημαίνει σκύλος.
Η Σούνκα γέμισε το σπίτι μας με χαρά. Δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή της ευτυχίας από την παρατήρηση μικρών ζώων που παίζουν! Η λέξη “Ελευθερία”, είναι πολύ μεγάλη μέσα στο κεφάλι μου. Επιθυμώ όλα τα πλάσματα της φύσης με τα οποία συνυπάρχω – άνθρωποι και ζώα – να είναι και να αισθάνονται ελεύθερα. Έτσι, η Σούνκα μεγάλωσε χωρίς περιορισμούς – πέραν των βασικών κανόνων συγκατοίκησης σε έναν χώρο, που ισχύουν για όλους.
Δεν την έδεσε ποτέ κανείς, δεν την έβαλα ποτέ να εκτελεί εντολές ώστε να βλέπουν οι άνθρωποι πόσο υπάκουο σκυλάκι είναι (αυτό είναι κάτι που σιχαίνομαι όταν το βλέπω) και ανέπτυξε τη δική της προσωπικότητα. Έρχεται κοντά σου γιατί το θέλει η ίδια, όχι γιατί τη φωνάζεις. Εκφράζει την επιθυμία της με τις πράξεις της. Και δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι αυτή είναι “ο σκύλος μου”, αλλά ότι εγώ είμαι “ο άνθρωπός της”. Νιώθω ότι είμαι απλώς αυτός που έχει αναλάβει την ευθύνη να την προσέχει και να της παρέχει αυτά που χρειάζεται για να ζει μια καλή ζωή.
Τα χρόνια περνούσαν και η Σούνκα εξελίχθηκε σε ένα πανέξυπνο σκυλί. Επειδή έχουμε συνομιλήσει άπειρες ώρες, είμαι πεπεισμένος πλέον, πως γνωρίζει άπταιστα Ελληνικά. Οπότε, κάθε φορά που φεύγω από το χωριό (κατοικώ μόνιμα στην Αθήνα, φυσικά, αλλά πηγαίνω πολύ συχνά), της εξηγώ πότε περίπου θα ξανάρθω γιατί είναι και λίγο ανυπόμονη. Τα σκυλιά είναι αγελαία ζώα και εστιάζουν σε ένα πρόσωπο, το οποίο θεωρούν ότι είναι ο αρχηγός της αγέλης, Γι’ αυτό και πάντα σε μία οικογένεια, τους αγαπούν όλους, αλλά με ένα άτομο δένονται λίγο παραπάνω.
Έτσι, λοιπόν, η Σούνκα έχει επιλέξει εμένα για να εστιάσει όλη της την προσοχή. Και γι’ αυτό και δεν της αρέσει καθόλου όταν φεύγω. Από τη στιγμή που αρχίζει και καταλαβαίνει ότι φτιάχνω την τσάντα μου για να επιστρέψω στη δουλειά μου στην Αθήνα, σταματάει να μου μιλάει. Μιλάω πολύ σοβαρά. Καταλαβαίνω ότι με παρακολουθεί καθώς μαζεύω τα πράγματά μου και όταν γυρίζω να την κοιτάξω, στρέφει αλλού το βλέμμα της και δεν μου δίνει καμία σημασία, ότι κι αν της λέω.
Και, φυσικά, την ύστατη στιγμή υποκύπτει και το τελευταίο της βλέμμα κάθε φορά που φεύγω, είναι σαν να μου λέει: “Μην αργήσεις να ξανάρθεις. Θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω…”.
Κάποτε, όταν η Σούνκα είχε ενηλικιωθεί πλέον, γυρνώντας ένα βράδυ σπίτι, το οποίο περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο βρήκα μέσα στην αυλή ένα τεράστιο τσοπανόσκυλο να με κοιτάζει. Ο κρυφός έρωτας της Σούνκα! Είχε παγιδευτεί μέσα, γιατί η επιθυμία του να βρεθεί με τη Σούνκα τον είχε οδηγήσει να πατήσει σε έναν κάδο απορριμμάτων που βρισκόταν ακριβώς έξω από τον μαντρότοιχο και να πηδήξει μέσα. Μετά όμως, δεν υπήρχε κάποιο αντίστοιχο ψηλό σημείο μέσα στην αυλή, για να ανέβει και να πηδήξει πάλι έξω. Κι έτσι, τον τσάκωσα επ’ αυτοφώρω. Θύμωσα πολύ στην αρχή, γιατί ήθελα να στειρώσω τη Σούνκα και να μην μείνει έγκυος, από το φόβο του τι θα απογίνουν τα κουταβάκια της. Και ο κύριος αυτός, μόλις μου είχε χαλάσει τα σχέδια.
Και πρέπει να φαινόμουν και πολύ θυμωμένος, γιατί άρχιζα να του φωνάζω κι αυτός ο γλυκούλης πήγε και λούφαξε σε μία άκρη του περιβολιού, παρ’ όλο που αν ήθελε θα μπορούσε να με κάνει χίλια κομμάτια. Μην τα πολυλογώ, λίγο η αγάπη μου για τα σκυλιά γενικότερα, λίγο και το ότι η Σούνκα τον κοίταζε και κούναγε την ουρίτσα της συνέχεια, στο τέλος του άνοιξα και κονσέρβα και του άνοιξα και την πόρτα και πήρε ανακουφισμένος το δρόμο για το σπίτι του.
Εμείς περάσαμε την περίοδο της εγκυμοσύνης και όταν ήρθε ο καιρός, φτιάξαμε μαζί με τη Σούνκα τη φωλιά της μέσα στο περιβόλι – ένα ξύλινο σπιτάκι που το κάλυψα με νάιλον για να μην περνάει το νερό της βροχής και η υγρασία και από πάνω έριξα κλαριά πεύκου για μόνωση και ζεστασιά. Ήταν Τρίτη του Πάσχα. Άρχισε να γεννάει στις 11:30 και μέχρι τις 18:00 είχε κάνει επτά υγιέστατα κουταβάκια.
Αυτό το διάστημα, με τα κουταβάκια να μεγαλώνουν και να παίζουν στο περιβόλι και τη Σούνκα να οδηγείται από τις ορμόνες σε μια μεγαλειώδη εκδοχή του αρχετυπικού ενστίκτου της μητρότητας, αγνού, αμόλευτου, αναλλοίωτου από οποιαδήποτε παρεμβολή του ανθρώπου και του πολιτισμού του, ήταν για μένα ένα συνεχές πυροτέχνημα συναισθημάτων.
Θα πω μόνο ένα περιστατικό. Ένα απόγευμα – όταν τα μικρά άρχισαν να απογαλακτίζονται και να τρώνε και πιο στερεά τροφή – είχε ανέβει στην βεράντα του σπιτιού που είναι στον 1ο όροφο και της έδωσα κάποια κομμάτια κρέας. Μου έκανε εντύπωση το ότι δεν τα μάσησε αλλά σχεδόν τα κατάπιε. Έτρεξε γρήγορα κάτω στο περιβόλι και τα “έβγαλε” ολόκληρα στα πεινασμένα κουταβάκια που έτρεχαν γύρω της, τα οποία τα καταβρόχθισαν αμέσως. Αυτό, λοιπόν, είναι κάτι που το κάνουν οι λύκαινες.
Επειδή, όταν η αγέλη βγαίνει για κυνήγι, σχεδόν ποτέ δεν σκοτώνει το θήραμά της κοντά στη φωλιά, οι λύκαινες αναγκάζονται να καταπίνουν – αφού φάνε και χορτάσουν, για να μην τα χωνέψουν – ολόκληρα κομμάτια από το θήραμα, και μετά επιστρέφουν στη φωλιά για να τα “βγάλουν” από το στομάχι τους και να ταΐσουν έτσι τα μικρά τους.
Θεωρώ ότι αυτή είναι συμπεριφορά που υπάρχει ακόμα καταγεγραμμένη στα κατάλοιπα του DNA των λύκων το οποίο δεν έχει σβηστεί εντελώς στους οικόσιτους σκύλους.
Και έχω κι άλλο ένα περιστατικό που ενδυναμώνει αυτή μου την πεποίθηση. Για τα έξι από τα επτά κουταβάκια, βρήκα σπίτια που τα αγαπήσανε. Το ένα – το πιο όμορφο, είναι η αλήθεια – το κρατήσαμε στο σπίτι. Τον βάφτισα, Ακετσέτα. Aketcheta, στη γλώσσα των Oglala-Lakota πάλι, σημαίνει “Πολεμιστής”. Ήταν φανερό ότι η Σούνκα, ενστικτωδώς, ήθελε να του μαθαίνει συνέχεια πράγματα. Έτσι όταν ο μικρός μπήκε στην εφηβεία, η μάνα του έκανε το εξής καταπληκτικό: τον ξυπνούσε κάθε μέρα πριν χαράξει – το ξέρω γιατί τα καλοκαίρια κοιμάμαι έξω στη βεράντα και κοιμόντουσαν κάθε βράδυ δίπλα μου – και άρχιζε να τον κυνηγάει, να παλεύει μαζί του, να κάνει τα πάντα για να τον εξωθήσει σε μάχη. Ήταν η ώρα που η αγέλη φεύγει για κυνήγι. Είμαι σίγουρος, πως ήθελε να του μάθει να κυνηγάει.
Ο Ακετσέτα μεγάλωσε με την προστασία και τη φροντίδα της Σούνκα. Έγινε ένας πανέμορφος τεράστιος (πήρε από τον μπαμπά, το τσοπανόσκυλο) και καλοκάγαθος σκύλος. Το γάβγισμά του τράνταζε όλο το σπίτι. Όποιος περνούσε έξω από το σπίτι, τον κοιτούσε με τρόμο και θαυμασμό. Η Σούνκα, καμάρωνε ξαπλωμένη και ήσυχη. Δεν είχε την αγωνία που είχε νεότερη. Τώρα είχε έναν πολύ καλό συνεργάτη στη φύλαξη του σπιτιού. Ο ίδιος ήταν άκακος. Και παρ’ όλη την εκπαίδευση από τη μαμά-Σούνκα, δεν κατανόησε ποτέ την έμφυτη κακία των ανθρώπων. Κι έτσι δεν το κατάλαβε, όταν κάποιος “πολιτισμένος” άνθρωπος του έριξε μια “πολιτισμένη” φόλα, με κάποιο πανίσχυρο φυτοφάρμακο που του έκαψε τα σωθικά.
Δεν ήμουν εκεί. Δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα. Δεν μπόρεσα να τον προστατέψω, ούτε εγώ, ούτε η Σούνκα. Πέθανε με τρομερούς πόνους. Σαν τη μάνα του, δεν τον έδεσε ποτέ κανείς. Δεν του είπε ποτέ κανείς τι να κάνει. Έκανε ό,τι ήθελε ο ίδιος. Έζησε τη σύντομη ζωή του, όπως πολλοί λίγοι άνθρωποι: Ελεύθερος!
Η Σούνκα, πέρασε ένα διάστημα μεγάλης στενοχώριας. Η αγάπη, όμως, της έδωσε και πάλι χαρά για τη ζωή. Η αγάπη και η έλευση ενός καινούργιου κάτοικου του σπιτιού. Ένα μικροσκοπικό γατάκι, νιαούριζε παρατημένο για πολλές ώρες σε κάτι καλαμιές στην άκρη του περιβολιού. Αυτό το γατάκι, σήμερα είναι μια πανέμορφη γάτα, η Ιγκμού (ναι, στη γλώσσα των Oglala-Lakota, Igmu σημαίνει, γάτα!) Και είναι η ετεροθαλής αδερφή (έτσι της είπα) της Σούνκα.
Στην παιδική μας ηλικία, αν είμαστε τυχεροί, μας χαρίζεται ένας τόπος που είναι σαν ένας παράδεισος μέσα μας. Εκεί κατοικούν όλοι και όλα που σημάδεψαν τη ζωή μας. Αν δεν βρούμε κάτι να τον κρατάει ζωντανό, κινδυνεύουμε να τον χάσουμε για πάντα. Η Σούνκα έχει μια μαγική ιδιότητα. Όταν αρχίζει και τρέχει, με αυτή τη λαχτάρα για ελευθερία και ζωή, με κάνει να αισθάνομαι ότι δεν τρέχει μόνο στο περιβόλι και στα χωράφια του χωριού μου. Νιώθω ότι – πολλές φορές, όταν χάνεται – φτάνει μέχρι αυτόν τον τόπο μέσα μου. Και όταν την ξαναβλέπω, είναι σαν να μου φέρνει όλα τα νέα των αγαπημένων μου που τον κατοικούν, αλλά είναι πλέον μακριά μου. Η Σούνκα είναι η σύνδεσή μου με τα τοπία της ψυχής μου. Κρατάει ζωντανό τον τόπο αυτό μέσα μου. Την πατρίδα των παιδικών μου χρόνων. Η ευγνωμοσύνη μου είναι απέραντη. Η αγάπη μου δεν θα τελειώσει ποτέ…»
*Ο Δημήτρης Καλαντζής είναι ηθοποιός.