Αλέξανδρος Βάρθης και Τσίτση: Ο τυχοδιώκτης από τις Ψυχοκόρες και η τετράποδη αδυναμία του
Αναστασία Καμβύση
02/04/2024
Ο Αλέξανδρος Βάρθης είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός που υποδύεται με εξαιρετική άνεση (και) κακούς ήρωες, όπως ο τυχοδιώκτης που χρησιμοποιεί τη γοητεία του για να εκμεταλλεύεται γυναίκες στη σειρά του Ant1, «Ψυχοκόρες» ή ένας από τους πολλούς ακραία κακούς χαρακτήρες που ζωντανεύει στην πολύ επιτυχημένη παράσταση της φετινής χρονιάς, «Η Λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» στο θέατρο Μπέλλος. Θα τον βρείτε εκεί από Πέμπτη έως Κυριακή, μαζί με την ομάδα «The Young Quill», που διαχειρίζεται και διευθύνει καλλιτεχνικά το θέατρο.
Η Τσίτση είναι μία μικρόσωμη θηλυκή γάτα τύπου ταρταρούγα, δεκατριών χρόνων σήμερα, που αν και φοβερά ήρεμη και φιλική, αγαπά τις κρυψώνες με αποτέλεσμα να χώνεται σε απίθανα σημεία του σπιτιού και συχνά να αναγκάζει τους ανθρώπους της, τον Αλέξανδρο και τη Μαρία να την ψάχνουν.
Ως πιτσιρίκι, ο Αλέξανδρος Βάρθης δεν θυμάται να μεγαλώνει με ζώα. Στην παιδική του ηλικία κάνουν την εμφάνισή τους, φευγαλέα, μία γάτα και ένα κουνέλι, αλλά η οικογένεια Βάρθη δεν συμπεριλαμβάνει κατοικίδια στο οικοσύστημά της.
Στη δική του οικογένεια, σήμερα, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και ήταν μάλιστα από την αρχή, όταν ο ίδιος και η γυναίκα του η Μαρία έγιναν ζευγάρι.
Το γατί τους, η Τσίτση, υιοθέτησε, πρώτα την Μαρία κι έπειτα εκείνον.
«Η ιστορία είναι γλυκιά και περίεργη. Η Μαρία είχε έναν σκύλο, ένα μπόξερ που ήταν πολύ επιθετικό με τα γατιά. Και κάποια στιγμή βρήκε το σκυλί της στον κήπο, αγκαλιά με ένα γατάκι, να το γλείφει και να το φροντίζει λες και ήταν η μαμά της. Εγώ συναντήθηκα μαζί της όταν η Τσίτση ήταν ήδη ενός χρόνου και φοβερά κτητική με το χώρο της. Από το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκα στο σπίτι της, ξυπνούσα και την έβλεπα πάνω μου. Δεν θα ξεχάσω τη φορά που ξύπνησα γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω και βρήκα το γατί πάνω στο κούτελό μου με την ουρά της μέσα στη μύτη μου. Με τον τρόπο της μου έλεγε, “Φίλε, εδώ κοιμάμαι εγώ, τι μας κουβαλήθηκες;“.
Αυτό κράτησε, ευτυχώς, μόνο ένα μήνα. Μετά, γίναμε κολλητοί. Είναι εξαιρετικά τρυφερή και χαδιάρα (τη φωνάζω πόρνη και άλλες υποκοριστικές παραλλαγές της λέξης). Νομίζω ότι με προτιμάει ακόμη και από τη Μαρία! Ασχολούμαι τόσο πολύ μαζί της που καμιά φορά η γυναίκα μου διαμαρτύρεται: “Θέλεις να είμαι εγώ για λίγο το pet, γιατί βλέπω δεν ξεκολλάτε”. Η Τσίτση είναι φοβερά απαιτητική σύντροφος.»
Τα παιδιά τη βάφτισαν αρχικά Πατσαβούρι γιατί με όλα αυτά τα χρώματα μοιάζει με μουτζούρα, αλλά η γλυκύτητά της οδήγησε το όνομα σε χαϊδευτικές παραφθορές.
«Γνωρίζοντας αυτή τη γάτα αναθεώρησα ό,τι γνώριζα για τα γατιά. Είναι βέβαια άδικο αυτό που λέω για το είδος της, αφού η Τσίτση πιο πολύ σαν σκύλος συμπεριφέρεται παρά σαν γάτα. Δεν κάνει ζημιές, δεν γρατζουνάει τα έπιπλά μας, με κάνει να αμφισβητώ τα πάντα. Μας έχουν πει βέβαια πως οι ταρταρούγες είναι έτσι στην πλειοψηφία τους, τρυφερές και ήρεμες. Ξέρουμε τις ώρες της, έχει το πρόγραμμά της στο φαγητό, οπότε δεν μπορώ να πω ότι μας ξυπνάει. Μία φορά μόνο έκανε κάτι ακραίο: Έφτιαχνε η Μαρία κοτόπουλο κοκκινιστό –η Τσίστη τρελαίνεται για κοτόπουλο- και άφησε την κατσαρόλα ανοιχτή για να κρυώσει το φαγητό. Τη βρήκαμε μέσα στην κατσαρόλα γεμάτη σάλτσες και κοτόπουλο. Η Μαρία της φώναξε τόσο πολύ που η Τσίτση δεν ξαναέκανε κάτι τέτοιο.
Άλλη μία φορά που η Τσίτση μας λαχτάρησε ήταν μία μέρα που η Μαρία έφυγε για δουλειά και άφησε κατά λάθος ανοιχτή την εξώπορτα. Η γάτα την κοπάνησε. Εγώ θυμάμαι είχα μία συνάντηση με την Εύα Νάθενα εκείνη τη μέρα, για τα κοστούμι μου στην Πάπισσα Ιωάννα και δεν μπορούσα να γυρίζω να την ψάξω και η Μαρία έκανε το Χολαργός- Πειραιάς σε ένα τέταρτο για να την ψάξει. Ήταν τελικά κρυμμένη κάτω από ένα ντεπόζιτο κάπου στη γειτονιά και όταν τη βρήκαμε μύριζε βενζίνη».
Το ζευγάρι καλωσόρισε πριν από ενάμιση χρόνο το γιο τους.
«Την πρώτη μέρα που φέραμε το μωρό στο σπίτι, ήρθε να τον μυρίσει μα δει τι είναι. Μύρισε την πατούσα του κι έφυγε και μετά τον αγνοούσε για πολύ καιρό. Όταν εκείνος άρχισε να την αντιλαμβάνεται, τα πράγματα άλλαξαν. Μία από τις πρώτες λέξεις που είπε ο μικρός ήταν “Τίτη!”. Ό,τι και να του συμβαίνει, είτε κλαίει γιατί πεινάει, είτε γιατί βγάζει δόντια, του λες “Τσίτση” και σταματάει αυτόματα. Την κυνηγάει κι όταν την πιάνει την παίρνει αγκαλιά και βγάζει ήχους χαράς».
Στο μέλλον, το ζευγάρι σκοπεύει να προσθέσει στη φαμίλια ένα σκυλάκι.
«Είναι κάτι που πηγάζει από μέσα σου η αγάπη για ένα ζώο, δεν είναι απαραίτητα θέμα παιδείας. Μεγαλώνοντας άκουγα ιστορίες από τους γονείς μου που μεγάλωσαν με ζώα, ο μπαμπάς μου με γάτες στην πόλη, η μαμά μου με πολλά διαφορετικά ζώα στο χωριό. Και στις δύο περιπτώσεις τα ζώα ζούσαν, έξω από το σπίτι και είχαν κάποια χρησιμότητα. Πριν αποκτήσουμε τον μικρό, όταν οι γονείς μου έρχονταν επίσκεψη στο σπίτι μας πήγαιναν κατευθείαν πάνω στη γάτα. Ο πατέρας μου κάποια στιγμή την κυνηγούσε να τη χαϊδέψει και προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι αν καθίσει εκείνος, θα έρθει μόνη της».
Η καθημερινότητά του Αλέξανδρου με την Τσίτση συμπεριλαμβάνει και το να διαβάζουν μαζί τα λόγια του. Τον ακούει προσεκτικά όταν προβάρει έναν ρόλο, συνοδεύοντας μάλιστα τις ατάκες του με μικρούς ήχους, σαν αυτούς που κάνουν συνήθως οι γάτες όταν παρακολουθούν τα πουλιά.
«Μια φορά της τραγούδησα την άρια που ηχογράφησα για μία παράσταση του Εθνικού, το “Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε” τραγουδούσα μία άρια με ψεύτικη φωνή κόντρα τενόρου και με κοίταξε το γατί σαν χαζό νόμιζε ότι έχω πάθει κάτι… Από την πρώτη στιγμή που συγκατοικήσαμε, είχαμε ένα τελετουργικό οι δυο μας. Η Τσίτση με περίμενε μπροστά από την πόρτα να μπω στο σπίτι. Όταν με έβλεπε να βγάζω παπούτσια, ανέβαινε στον καναπέ για να είναι πιο κοντά μου, καθόμουν μου έγλειφε τη μύτη, κάναμε αγκαλιά και μετά έβγαζα το μπουφάν μου. Γενικά ήξερε το πρόγραμμά μου. Κάποια στιγμή που έπαιζα σε μία παιδική παράσταση και ξύπναγα νωρίς, ερχόταν κάθε μέρα πριν από το ξυπνητήρι για να μου γλείφει τη μύτη και να με ξυπνήσει. Γατόσκυλο!
Δεν μπορώ να φανταστώ την έννοια σπίτι χωρίς τη Μαρία, τον μικρό μας Φίλιππο και το γατί. Είναι το φιλαράκι μας».