Γιατί τα μωρά των θηλαστικών μας φαίνονται τόσο χαριτωμένα
Στέλλα Πανοπούλου
01/01/2024
Δώστε μου βίντεο από μωρά ζωάκια και πάρτε την καρδιά μου.
Αυτή ήταν η δήλωση της ημέρας, και είναι πέρα για πέρα αληθινή. Οι φωτογραφίες από μωρά γουρουνάκια, τσιτάχ, ή πάντα, είναι το αδύναμό μου σημείο – η αχίλλειος πτέρνα μου, θα μπορούσε να πει κανείς. Πώς γίνεται, όμως, να είναι τόσο καθηλωτικά χαριτωμένα τα μωρά θηλαστικά; Υπάρχει άραγε κάποιος συγκεκριμένος εξελικτικός λόγος, ή απλά η φύση αρέσκεται στο να μας κάνει να βγάζουμε μικρές τσιρίδες στη θέα ενός μωρού ελέφαντα; Ας δούμε τους λόγους για τους οποίους τα μωρά θηλαστικά είναι τόσο χαριτωμένα.
Κατά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ο ηθολόγος Konrad Lorenz πρότεινε την παρακάτω εξήγηση για τη χαριτωμένη εμφάνιση των μωρών θηλαστικών: τα μικρά των θηλαστικών μοιάζουν τόσο γλυκούλια έτσι ώστε οι γονείς να ελκύονται από αυτά και να έχουν το κίνητρο να τα φροντίσουν. Ο Lorenz περιέγραψε το kindchenschema, “το σχήμα των μωρών”: μεγάλο κεφάλι, ψηλό και εξέχον μέτωπο, μεγάλα μάτια, μικρή μύτη και στόμα. Οι αναλογίες αυτές, φυσικά, αλλάζουν καθώς το ζώο μεγαλώνει.
Σύμφωνα με έρευνες, τα ανθρώπινα μωρά που κατέχουν αυτά τα χαρακτηριστικά σε πιο έντονο βαθμό, φαίνεται να θεωρούνται πιο γλυκούλια. Οι ενήλικες τους μιλούν περισσότερο χρησιμοποιώντας μωρουδιακή φωνή, και νιώθουν πιο πρόθυμοι να τα φροντίσουν.
Φυσικά, το γεγονός αυτό έχει καταστεί αντιληπτό εδώ και αιώνες, και οι “γλυκούλες φάτσες” έχουν κατακλύσει τον κόσμο του marketing και του θεάματος. Σύμφωνα με τον Lorenz, το kindchenschema εξελίχθηκε παράλληλα με τις αντιλήψεις σχετικά με τι θεωρείται γλυκό και χαριτωμένο και τις πράξεις φροντίδας των γονιών προς τα παιδιά σε διαφορετικά είδη. Η αλήθεια αυτή, για καιρό, θεωρείτο αυταπόδεικτη. Λόγω της ευκολίας στην παρατήρηση των χαριτωμένων χαρακτηριστικών σε διάφορα είδη που χαρακτηρίζονται από έντονη γονεϊκή φροντίδα, κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη να επιβεβαιώσει την υπόθεση αυτή χρησιμοποιώντας εμπειρικά στοιχεία. Αυτό, μέχρι την προσπάθεια του Daniel J. Kruger, εξελικτικού ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο του Michigan, ο οποίος αποφάσισε να ελέγξει εμπειρικά την υπόθεση.
Ο Kruger έδειξε σε ανθρώπους φωτογραφίες από νεογέννητα ζώα από είδη που χρειάζονται γονεϊκή φροντίδα στην αρχή της ζωής, καθώς και από νεογέννητα ζώα από είδη που γεννιούνται εντελώς ανεξάρτητα και δεν χρειάζονται τη γονεΐκή φροντίδα. Όλα τα ζώα των φωτογραφιών βρίσκονταν στο φυσικό τους περιβάλλον. Οι άνθρωποι έδωσαν στα εξαρτημένα ζώα υψηλότερη βαθμολογία ως προς το πόσο γλυκά, χαριτωμένα, αβοήθητα, και μικρά σε ηλικία είναι, ενώ θεωρήθηκαν λιγότερο ώριμα από την ομάδα των πιο ανεξάρτητων ζώων. Η πρώτη ομάδα ζώων απέσπασε, επίσης, πιο έντονες εκφράσεις φροντίδας από τους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν πιο πρόθυμοι να τα κρατήσουν στην αγκαλιά τους ή να τα υιοθετήσουν. Τα αποτελέσματα ήταν αντίστοιχα και για φωτογραφίες μωρών ερπετών και πουλιών. Τα μωρά που δεν ήταν θηλαστικά αλλά είχαν ανάγκη τη γονεϊκή φροντίδα, απέσπασαν εντονότερες αποκρίσεις φροντίδας από τους ανθρώπους απ’ ότι τα πιο ανεξάρτητα είδη θηλαστικών.
Επομένως, το να είναι γλυκό στην εμφάνιση ένα μωρό, έχει στην πραγματικότητα εξελικτική σημασία, ιδίως σε είδη των οποίων τα μικρά δεν μπορούν να ζήσουν ανεξάρτητα αμέσως μόλις γεννηθούν. Οι άνθρωποι ελκύονται από τα μωρά και από τις ιδιαίτερες αναλογίες τους που τα κάνουν τόσο χαριτωμένα. Πρόκειται για μια εξελικτική υπενθύμιση ότι η φροντίδα των μικρών μας αποτελεί σημαντική προσαρμογή για τη μακροχρόνια επιβίωσή μας ως είδη. Το γεγονός ότι τα μωρά είναι – και μοιάζουν – αβοήθητα τροφοδοτεί την ανάγκη μας να τα φροντίσουμε, να τα προστατεύσουμε, και να τους δώσουμε τρυφερότητα, ακόμα κι αν δεν είναι τα δικά μας παιδιά.
Για τα ζώα που είναι ανεξάρτητα από τη γέννηση ή από το σκάσιμο του αυγού, δεν είναι τόσο απαραίτητο να μοιάζουν χαριτωμένα. Οι αναλογίες του κεφαλιού και του σώματος των μικρών αυτών των ζώων μπορεί να είναι πιο κοντά σε αυτές των γονιών τους, και γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί οι άνθρωποι να μη νιώθουν την ίδια τρυφερότητα απέναντι σε μωρά έντομα, φίδια, η πουλιά.